Το διάβασμα των παιδιών και των εφήβων συνοδεύεται από παντός είδους συμβουλές και τεχνικές προερχόμενες από άλλους γονείς, εκπαιδευτικούς, βιβλία, άρθρα κ.ά. με αποτέλεσμα να είναι εντέλει δύσκολο για τον γονιό να αποφασίσει ποια είναι η κατάλληλη μέθοδος, προκειμένου να βοηθήσει στη μελέτη.

Το θέμα της σχολικής μελέτης - είτε με τη βοήθεια των γονιών, είτε χωρίς - αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά αντικείμενα συζήτησης κάθε οικογένειας στην αρχή κάθε νέας χρονιάς. Οι γονείς συζητώντας με τα παιδιά αλλά και μεταξύ τους, προσπαθούν να βρουν την ιδανική λύση και τους κατάλληλους τρόπους που θα οδηγήσουν τους εφήβους στην ολοκλήρωση των σχολικών τους εργασιών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ακούγονται πολλές και μερικές φορές εντελώς αντιφατικές απόψεις πάνω στο ίδιο θέμα, δημιουργώντας σύγχυση και εντείνοντας τις διαφωνίες μέσα στο σπίτι.

Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να βάλουμε κάποια πράγματα στη θέση τους αναφορικά με το διάβασμα των εφήβων στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο και να καταρρίψουμε τρεις βασικούς μύθους.

1ος Μύθος:
Οι βαθμοί της προηγούμενης εκπαιδευτικής βαθμίδας θα ακολουθήσουν και την επόμενη!

Πολύ συχνά οι γονείς πιστεύουν πως οι καλές ή αντίθετα οι χαμηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις των παιδιών στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο προμηνύουν αντίστοιχες σχολικές επιδόσεις στο Γυμνάσιο και το Λύκειο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα είτε να αφήνουν τα παιδιά να μελετήσουν μόνα τους στην πρώτη περίπτωση, είτε να τα πιέζουν να διαβάσουν "μαζί" στη δεύτερη περίπτωση.

Η αλήθεια είναι πως κάθε εκπαιδευτική βαθμίδα έχει διαφορετικές και αυξανόμενης δυσκολίας απαιτήσεις, οι οποίες χρειάζονται αναπροσαρμογή του τρόπου διαβάσματος στις νέες απαιτήσεις και στα νέα δεδομένα. Θα πρέπει οι γονείς να δείχνουν επιείκεια και υπομονή, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους μήνες προσαρμογής στην πρώτη Γυμνασίου και στην πρώτη Λυκείου, καθώς οι έφηβοι προσπαθούν να προσαρμοστούν σε νέα και πιο δύσκολα περιβάλλοντα μάθησης, νέους καθηγητές κ.ο.κ. Οι γονείς από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού και έπειτα είναι προτιμότερο να επιτρέπουν στα παιδιά να μελετούν μόνα τους, προσφέροντας την καθοδήγηση τους όταν και εφόσον χρειάζεται.

2ος Μύθος:
Εάν ένα παιδί δεν έχει μάθει να διαβάζει σωστά στο Γυμνάσιο θα χρειαστεί βοήθεια στο Λύκειο γιατί δεν μπορεί μόνο του!

Ορισμένοι μαθητές κατορθώνουν να ανακαλύψουν το προσωπικό τους στυλ μάθησης νωρίτερα σε σχέση με άλλους. Ο τρόπος μελέτης που ανταποκρίνεται καλύτερα σε κάθε μαθητή, διαφέρει από άτομο σε άτομο και για αυτό τον λόγο ακούμε πως υπάρχουν οπτικοί, ακουστικοί και κιναισθητικοί τύποι μάθησης, με διαφορετικές ανάγκες μελέτης έκαστος.

Η αλήθεια είναι πως ο τρόπος μάθησης που εξυπηρετεί τον κάθε μαθητή, μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνο από τον ίδιο και εφόσον του δοθεί η ευκαιρία να διαβάσει μόνος του. Ποτέ δεν είναι αργά να ανακαλύψει κανείς ποιος τρόπος μελέτης του ταιριάζει. Αυτό που μπορεί να κάνει ο γονιός, για να βοηθήσει στη μελέτη, δεν είναι να κρατάει το βιβλίο περιμένοντας τη σωστή απάντηση, ούτε να απειλήσει υπό τη μορφή τιμωρίας, για να κάνει το παιδί "αποδοτικότερο". Αντίθετα, είναι σημαντικό να στηρίξει τον τύπο μάθησης του παιδιού, παρέχοντας συμβουλές ανάλογα με το ιδιαίτερο στυλ μάθησης του, για παράδειγμα έναν οπτικό τύπο μάθησης μπορούν να τον βοηθήσουν οι λέξεις κλειδιά, τα σχεδιαγράμματα, νοητικές αναπαραστάσεις, η εικονογράφηση κλπ., έναν ακουστικό τύπο το διάβασμα δυνατά, ώστε να ακούει τη φωνή του, τα ηχητικά βιβλία (audio books), η προφορική επανάληψη ημερομηνιών, λέξεων κλειδιών κλπ. και τέλος ένα κιναισθητικό τύπο μάθησης η δυνατότητα σωματικής κίνησης την ώρα της μελέτης, η σημείωση των σημαντικών πληροφοριών σε οποιαδήποτε επιφάνεια επιθυμεί, το διάβασμα σε διάφορα σημεία του σπιτιού και εν γένει η ελευθερία επιλογής κατά τη διεκπεραίωση των μαθημάτων.

3ος Μύθος:
Οι γονείς πρέπει ή δεν πρέπει να βοηθούν στη μελέτη του παιδιού

Η πληθώρα ερευνών σχετικά με την εκπαίδευση, το ίντερνετ καθώς και οι προσωπικές εμπειρίες άλλων γονιών του φιλικού περιβάλλοντος, συχνά μπερδεύουν και αποπροσανατολίζουν τους γονείς στην προσπάθεια τους να παρέχουν όσο το δυνατόν περισσότερη στήριξη και καθοδήγηση στα παιδιά τους.

Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν θέσφατα και απόλυτες απόψεις. Κάθε μαθητής είναι ξεχωριστός με αποτέλεσμα άλλοι να προτιμούν να διαβάζουν πλήρως ανεξαρτητοποιημένοι και άλλοι να αισθάνονται πως χρειάζονται καθοδήγηση. Τόσο η μια περίπτωση, όσο και η άλλη είναι απολύτως φυσιολογικές, αρκεί να αποτελούν επιλογές του ίδιου του παιδιού και να μην επιβάλλονται με εξαναγκαστικό τρόπο από τους γονείς. Επιπλέον, είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι ως βοήθεια στη μελέτη εννοούμε κυρίως την καθοδήγηση στην οργάνωση του χρόνου διαβάσματος και συχνών διαλειμμάτων που αποτελούν σημαντικό κίνητρο για τα παιδιά, η παροχή συμβουλών κατανόησης και απομνημόνευσης ανάλογα με τον τύπο μάθησης του παιδιού και τέλος η εμψύχωση αλλά και τακτική υπενθύμιση ότι το παιδί μελετάει για εκείνο το ίδιο και όχι για να ικανοποιήσει εσάς.

Κοινοποίησε αυτό το άρθρο