Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία η συναισθηματική ζωή των ατόμων παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία. Αυτό οδήγησε τους θεωρητικούς να κατατάξουν τα συναισθήματα σε οικογένειες. Μία γνωστή ταξινόμηση των πιο βασικών είναι : ο θυμός, ο φόβος, η θλίψη, η αγάπη , η απόλαυση , η έκπληξη και η ντροπή. Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε στο συναίσθημα της ντροπής ως χαρακτηριστικό της παιδικής ηλικίας.
Οι έρευνες της σύγχρονης ψυχολογίας , της νευροβιολογίας και της γενετικής καθορίζουν πλέον τη σύνθεση της προσωπικότητας μας ως προϊόν δύο παραγόντων.
Ο πάλαι ποτέ ισχυρισμός ότι γεννιόμαστε «tabula rasa», δηλαδή άγραφο χαρτί και ότι μόνο οι περιβαλλοντικές συνθήκες και η ανατροφή, διαμορφώνουν το χαρακτήρα μας έχει εμπλουτιστεί από την παραδοχή ότι και τα γονίδιά μας είναι συνυπεύθυνα τόσο για την ευφυία, όσο και για το χαρακτήρα μας. Επομένως, η κληρονομικότητα μας, αλλά και όλες οι εμπειρίες που βιώνουμε και τα συναισθήματα που τις χρωματίζουν, όταν αλληλοεπιδρούμε με τους σημαντικούς άλλους, συνθέτουν τελικά την προσωπικότητά μας. Έτσι μαθαίνουμε να αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας μέσα από τις αντιλήψεις των άλλων (γονείς, φροντιστές ), χτίζοντας την αυτοεκτίμηση μας.
Οι σημασία της αποδοχής και της απόρριψης
Στο σημείο αυτό, εισάγεται η έννοια της αποδοχής ή απόρριψης από τη μητέρα ή τον φροντιστή του παιδιού. Ένα βλέμμα ζεστασιάς ή μια ακάλυπτη ανάγκη στη βρεφική ηλικία είναι αρκετά, ώστε να δημιουργήσουν στο μωρό την αίσθηση του «Είμαι εντάξει», που παραπέμπει σε μια καλή εικόνα εαυτού ή «Υπάρχει κάτι λάθος σε μένα», που οδηγεί σε χαμηλή αυτοεκτίμηση και συναισθήματα ντροπής.
Αργότερα και μεγαλώνοντας το παιδί , οι γονείς στην προσπάθεια τους πολλές φορές να το προστατεύσουν ή να θέσουν κανόνες πειθαρχίας και όρια , είναι δυνατό να προκαλέσουν αισθήματα ντροπής , ακόμα και αποσύνδεσης , ένα αίσθημα ότι «δεν ανήκω». Δημιουργούνται έτσι στο παιδί στρεβλές σκέψεις σχετικά με την αξία του, με επακόλουθο συναισθήματα απογοήτευσης και ανεπάρκειας για τον εαυτό, αμηχανίας, τύψεων και ενοχών, ταπείνωσης, όλα άρρηκτα δεμένα με τη ντροπή.
Στην παιδική ηλικία, επικριτικά σχόλια όπως για έναν «κακό βαθμό » στο σχολείο, που μπορεί να εκφραστούν με θυμό, αλλά ακόμα και η επίδειξη αδιαφορίας και η έλλειψη προσοχής από ένα γονέα που εργάζεται πολλές ώρες και δεν έχει το χρόνο ή τη διάθεση να ασχοληθεί με το παιδί , είναι αρκετά για να μειώσουν την αυτοεκτίμησή του και να το γεμίσουν με αισθήματα ντροπής.
Ακόμα και μια επίπληξη από τον δάσκαλο ή ένα ξένο άτομο που μπορεί να δεχθεί ένα παιδί που παίζει έντονα και «ενοχλεί» τους γύρω , οδηγεί στην αίσθηση ότι κάνει κάτι λάθος. Ακόμα κι αν "πιάστηκε" να κάνει κάτι απαγορευμένο, όπως το να φάει από το γλυκό που είχε φτιάξει η μαμά για τους καλεσμένους.Ή ένα άσχημο σχόλιο από ένα συνομήλικο παιδάκι, είναι όλα καταστάσεις που πιθανόν να πυροδοτήσουν ντροπαλές συμπεριφορές.
Τι είναι όμως αυτό που προσπαθεί να μας επικοινωνήσει το συναίσθημα της ντροπής;
Η ντροπή της παιδικής ηλικίας είναι μια συναισθηματική αντίδραση σε όποια κατάσταση μοιάζει να απειλεί την εικόνα του εαυτού. Για το λόγο αυτό συνδέεται με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση και συνοδεύεται από αισθήματα ευαλωτότητας, αναξιότητας, φόβου, έκθεσης, αμηχανίας.
Ως αποτέλεσμα , το παιδί ενδέχεται να αντιδράσει με το να «κλειστεί» στον εαυτό του και να επιδιώξει την απομόνωση, αφού νιώθει ότι έτσι προστατεύεται. Το επιθυμητό είναι να εξασφαλίσει τη ζεστασιά ενός ασφαλούς περιβάλλοντος, αποφεύγοντας την επαφή με το γεγονός - ερέθισμα που του έχει προκαλέσει το συναίσθημα της ντροπής.
Πως εκφράζεται η ντροπή στο σώμα του παιδιού;
Τη ντροπή μπορούμε να την δούμε ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του, όταν αυτό κοκκινίζει, όταν χαμηλώνει το βλέμμα του, όταν καλύπτει το πρόσωπο με τα χέρια του ή όταν κρύβεται πίσω από τη μητέρα. Μπορεί να νιώσει μούδιασμα ή και μια αίσθηση ταχυκαρδίας, ακόμα και να ξεσπάσει σε λυγμούς.
Ποια είναι τα οφέλη από τη διαχείριση της ντροπής;
Έχοντας τη γνώση ότι η ντροπή είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα που βιώνεται από πολλά παιδιά, χρειάζεται πρωτίστως να την αναγνωρίσουμε και να την αποδεχτούμε. Αποτελεί σίγουρα μια δυσφορική αίσθηση, αλλά με την φροντιστική διάθεση των γονέων, δύναται να αντιμετωπιστεί.
Η διακριτική και ενσυναισθαντική επέμβαση των γονέων, αλλά και του οικείου περιβάλλοντος (σχολείο, παππούς, γιαγιά) βοηθάει το παιδί να ενισχύσει την αυτοεκτίμησή του, να αυξήσει τις επιδόσεις του στο σχολείο , να βελτιώσει τις διαπροσωπικές του σχέσεις καθώς αρχίζει να ενσωματώνεται στις ομάδες (φιλικές, σχολικές, δραστηριοτήτων). Θετικές αλλαγές λοιπόν διακρίνονται στη ψυχική του υγεία και διάθεση και τελικά στην ποιότητα της ζωής του.
Θα μπορούσε άραγε η ντροπή στην παιδική ηλικία να έχει θετικό πρόσημο;
Παρατηρώντας ένα ντροπαλό παιδί μπορούμε να διακρίνουμε την ευελιξία του να αντιληφθεί και να προσαρμοστεί σε μια δύσκολη κατάσταση. Έτσι αποφεύγει τις παρεκτροπές και τυχόν μπλεξίματα, καθώς τείνει να σκέφτεται πριν ενεργήσει. Φαίνεται πως το παιδί αυτό αναγνωρίζει ευκολότερα και δεν ξεπερνά τα όρια μιας κατάστασης, ενώ μπορεί να επιδείξει ενσυναίσθηση σε συμπεριφορές και συναισθήματα των άλλων.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι είναι θεμιτό ο γονέας να αφουγκραστεί το συναίσθημα του παιδιού του, να εντοπίσει τυχόν δικές του παραλείψεις, υπερβολές και αγκυλώσεις, ώστε να το βοηθήσει να νιώσει το αίσθημα του «ανήκειν» και εν τέλει να εκτιμήσει τον εαυτό του.
Πηγές:
- «Το παιδί που κρύβουμε μέσα μας», Stephanie Stahl , Εκδόσεις Διόπτρα
- «Νικήστε τις ενοχές », Lucio Della Seta, Εκδόσεις Ίταμο