Παίζουμε για να νικήσουμε ή για να κερδίσουμε;

Πραγματικά αυτό είναι ένα σημαντικό ερώτημα στο οποίο πρωτίστως, εμείς οι γονείς καλούμαστε να απαντήσουμε - αρχικά στον εαυτό μας - με πάσα ειλικρίνεια, καθώς από αυτή την απάντηση θα εξαρτηθεί κατά ένα μεγάλο ποσοστό η σχέση των παιδιών μας με το παιχνίδι. Ακούμε λοιπόν συχνά να γίνεται λόγος από κάποιους γονείς - κάθε φορά που αναφέρονται σε ένα παιχνίδι - για τη νίκη. Είναι σαφές πως σύμφωνα με την ψυχοσύνθεση, τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα των συγκεκριμένων γονιών, οι έννοιες παιχνίδι και νίκη είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.


Ακούμε συχνά εκφράσεις του τύπου: '' Για να δούμε παιδί μου πόσα γκολ θα βάλεις σήμερα ή Δεν πιστεύω να χάσετε πάλι!'' Αυτά τα φαινομενικά αθώα λόγια είναι πολύ πιθανό να επηρεάσουν αρνητικά τα παιδιά κυρίως, όταν βρίσκονται σε προσχολική ηλικία και αυτό, γιατί επιδρούν με τρόπο καθοριστικό στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και στην αντίληψη της ατομικότητάς τους και του κόσμου γενικότερα.

Τα μηνύματα που λαμβάνουν τα παιδιά

  • Αρχικά τα παιδιά- κάθε φορά που γίνονται αντίστοιχα σχόλια– αντιλαμβάνονται πως η νίκη αποτελεί ένα βασικό μέσο για να αποδείξουν την αξία τους.
  • Αισθάνονται ότι προκειμένου να ικανοποιήσουν τους γονείς τους και να λάβουν έστω ένα βλέμμα θαυμασμού και αποδοχής, είναι αναγκαίο να κερδίσουν πάση θυσία, κάτι που σε μεγαλύτερη από την πρώιμη σχολική ηλικία, τα οδηγεί στην υιοθέτηση του γνωστού ''Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα''.
  • Η νίκη γίνεται αυτοσκοπός και τα παιδιά χάνουν τη χαρά του παιχνιδιού.
  • Σταδιακά μία πιθανή ήττα ταυτίζεται στο μυαλό τους με την αποτυχία, κάτι που τα ακολουθεί σε κάθε πτυχή της μελλοντικής τους ζωής και τα καθορίζει.

Μια άλλη οπτική

Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι άλλοι γονείς, που θεωρούν το παιχνίδι μία ευχάριστη περιπέτεια που μπορεί να αποτελέσει μια εξαιρετική εμπειρία ζωής. Αυτοί οι γονείς βλέπουν αυτήν την υπέροχη διαδικασία του παιχνιδιού σαν μία ευκαιρία να διδάξουν με τρόπο παραστατικό, να διασκεδάσουν και να μορφοποιήσουν κυριολεκτικά το μυαλό και την ψυχή των παιδιών τους.

Κάπως έτσι:

  • Τα παιδιά μέσω του παιχνιδιού έχουν τη δυνατότητα να αποφορτιστούν, να εκτονωθούν και να κοινωνικοποιηθούν. Νιώθουν ότι μπορούν να είναι ο εαυτός τους, γιατί αισθάνονται αποδεκτά με ή χωρίς νίκη.
  • Αναπτύσσουν δεξιότητες απαραίτητες για την συμμετοχή σε ομαδικά παιχνίδια, ενώ αντιλαμβάνονται βιωματικά την αξία της συνεργασίας και της αλληλοβοήθειας για την επίτευξη των κοινών στόχων και του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος.
  • Διδάσκονται στην ουσία, τη σπουδαιότητα της ευγενούς άμιλλας και αναγνωρίζουν την αξία των αντιπάλων τους, καθώς δεν γαλουχούνται σε ένα κλίμα ανταγωνισμού και ζήλιας.

Συμπέρασμα

Οι γονείς είναι σημαντικό να κατανοήσουν ότι με τα λόγια και τη συμπεριφορά τους επηρεάζουν με τρόπο καθοριστικό τα παιδιά. Η στάση που θα υιοθετήσουν εκείνα απέναντι στη ζωή, η αντίληψη που θα έχουν για τον εαυτό τους και τον κοινωνικό τους περίγυρο, οι αξίες και οι στόχοι που θα ακολουθήσουν εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη σχέση τους με το παιχνίδι, έτσι όπως την έχουν σμιλέψει οι γονείς τους. Όσο περίεργο και αν φαίνεται το παιχνίδι προεικονίζει τον ρόλο που θα επιλέξουν να διαδραματίσουν στο μέλλον καθώς αποτελεί μια πρόβα ζωής. Εξαρτάται λοιπόν από εμάς τους γονείς, εάν θα χρησιμοποιήσουμε το παιχνίδι ως πολύτιμο εργαλείο διαπαιδαγώγησης ή ως μέσο επίδειξης της δήθεν υπεροχής μας και ανταγωνισμού.