Η απώλεια ως διαδικασία αποτελεί αναπόφευκτο κομμάτι της ζωής μας. Τη συναντάμε σε όλα τα αναπτυξιακά μας στάδια και μπορεί να αφορά ένα αντικείμενο, ένα κατοικίδιο, έναν άνθρωπο, μία σχέση.  Συναισθηματικά εκφράζεται μέσα από τη θλίψη, τον θρήνο, το άγχος, τον θυμό, τον φόβο και την ανασφάλεια.  Τα παιδιά έρχονται από νωρίς σε επαφή με την απώλεια και το θάνατο, μέσα από τα παιδικά που παρακολουθούν, τα παραμύθια και τις ιστορίες, από τα παιχνίδια τους που χαλάνε και σπάνε. Ωστόσο ανάλογα  την ηλικία τους αντιλαμβάνονται διαφορετικά την έννοια του θανάτου.  

Για τα παιδιά της πρώιμης παιδικής ηλικίας (0-2 ετών) η απώλεια γίνεται αντιληπτή μέσα από την συναισθηματική κατάσταση του φροντιστή, και εκφράζεται με άγχος αποχωρισμού και έντονη ανησυχία. Στην παιδική ηλικία (3-6 ετών), τα παιδιά εμφανίζουν θλίψη ή άγχος, κάνουν πολλές ερωτήσεις και μπορεί να γυρίσουν σε προηγούμενες συμπεριφορές (νυχτερινή ενούρηση, πιπίλισμα δαχτύλου), όμως δεν μπορούν να κατανοήσουν την καθολικότητα του θανάτου. Θεωρούν ότι το άτομο υπάρχει ακόμα, αλλά κάπου αλλού.

Η μέση παιδική ηλικία (7-11 ετών) διακρίνεται για την κατανόηση της μονιμότητας της απώλειας, αλλά θεωρούν ότι δεν αφορά τα ίδια, ενώ οι έφηβοι (12-18 ετών) αντιλαμβάνονται τη μονιμότητα και συχνά έχουν μεταφυσικές ανησυχίες (η ζωή μετά θάνατον).

Πως να προσεγγίσω το παιδί και πώς να του μιλήσω για την απώλεια;

  • Η ενημέρωση του παιδιού είναι καλό να γίνει άμεσα από εμάς, μέσα σε έναν χώρο όπου θα νιώθει ασφάλεια.
  • Ο τόνος της φωνής μας χρειάζεται να είναι ήπιος και απαλός, ενώ διατηρούμε οπτική επαφή μαζί του ή μπορεί να το έχουμε στην αγκαλιά μας.
  • Χρησιμοποιούμε λέξεις απλές και κατανοητές, όπως «πέθανε », προκειμένου να αποφύγουμε τη δημιουργία συγχύσεων (λέγοντας «έφυγε» δίνεται η εντύπωση ότι υπάρχει κάπου και θα ξαναγυρίσει, ειδικά για τα πιο μικρά παιδάκια).
  • Εξηγούμε ότι το σώμα του ατόμου που πέθανε και η καρδιά του δε λειτουργούν πλέον και ότι δεν πονάει τώρα πια, χρησιμοποιώντας και  παραδείγματα από τον κύκλο ζωής ενός ζώου ή λουλουδιού.
  • Αφήνουμε το παιδί να εκφράσει τα συναισθήματα του και του επιβεβαιώνουμε ότι είναι φυσιολογικό να νιώθει λύπη, θυμό ή στενοχώρια.
  • Επιτρέπουμε στο παιδί να θρηνήσει με το δικό του τρόπο, χωρίς να κρύβουμε και τα δικά μας συναισθήματα.
  • Δίνουμε χρόνο να επεξεργαστεί τις πληροφορίες και επανερχόμαστε, για  να δούμε αν έχει ερωτήσεις.
  • Συζητάμε για τις αλλαγές που επιφέρει η απώλεια στην οικογένεια και πως μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά.
  • Διατηρούμε ένα πρόγραμμα ρουτίνας και δραστηριοτήτων.
  • Υποστηρίζουμε και βοηθάμε το παιδί να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση.
  • Το διαβεβαιώνουμε ότι  δεν είναι υπεύθυνο για την κατάσταση καθώς μπορεί να νιώθει πως φταίει .
  • Αν ανησυχεί ότι μπορεί να πεθάνει το ίδιο ή οι γονείς του, επιβεβαιώνουμε ότι είμαστε όλοι ασφαλείς.
  • Του προτείνουμε αν θέλει να ζωγραφίσει ή να γράψει κάτι για το άτομο που πέθανε, αλλά και να μοιραστεί αν θέλει τις καλές αναμνήσεις που έχει ή να φτιάξει ένα λεύκωμα αναμνήσεων με φωτογραφίες.
  • Αν παρατηρήσουμε ότι δυσκολεύεται να διαχειριστεί την απώλεια ζητάμε τη βοήθεια ενός ειδικού (παρατηρούμε αν υπάρχει άγχος, φόβος, άρνηση για το γεγονός, διαταραχή στον ύπνο, αλλαγή στη σχολικές επιδόσεις, έντονη θλίψη και ανησυχία)

Χρειάζεται το παιδί να παραστεί στην κηδεία;

Ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, την προσωπικότητα του, τη σχέση που είχε με το  θανόντα και αφού του εξηγήσουμε τι πρόκειται να διαδραματιστεί, επιτρέπουμε ή όχι την συμμετοχή του, λαμβάνοντας υπόψη μας και τη δική του επιθυμία. Σιγουρευόμαστε ότι το παιδί θα συνοδεύεται από κάποιον ενήλικα που θα το απομακρύνει σε περίπτωση που δε νιώσει καλά. 

Η ύπαρξη ενός σταθερού, υποστηρικτικού δικτύου λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας για τα παιδιά που βιώνουν την εμπειρία της απώλειας και είναι απολύτως απαραίτητο προκειμένου να μπορέσουν να την αφομοιώσουν με φυσικό τρόπο και να προχωρήσουν στην νέα πλέον πραγματικότητα.

Πηγές

«Μεγάλες συζητήσεις με μικρά παιδιά», Δρ, Lauren  Starnes , εκδ. Μεταίχμιο

Κοινοποίησε αυτό το άρθρο