Σε ποια ηλικία είναι καλό να ξεκινούν τα παιδιά ξένες γλώσσες;
Στη σύγχρονη εποχή, όπου το διαδίκτυο αλλά και η καθημερινότητα μας συνδέει με ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο, έχει γίνει περισσότερο από ποτέ επιτακτική η ανάγκη για την εκμάθηση ξένων γλωσσών και μάλιστα από πολύ μικρή ηλικία.
Μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν
Στην Ελλάδα, η πρώτη ξένη γλώσσα με την οποία έρχεται σε επαφή ένα παιδί, είναι η Αγγλική. Αν κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στις δεκαετίες του 1980 & 1990, θα διαπιστώσουμε πως οι μαθητές ξεκινούσαν φροντιστήριο κυρίως Αγγλικών στην Γ’ ή στην Δ’ Δημοτικού, ενώ στο σχολείο διδάσκονταν από την Β’ Γυμνασίου μόνο μια ξένη γλώσσα, την Αγγλική ή τη Γαλλική. Το πιστοποιητικό Β2 (Lower ή First Certificate) το αποκτούσαν συνήθως στην Α’ Λυκείου και το C2 (Proficiency) το επέλεγαν λίγοι, καλοί μαθητές, που το ήθελαν συνήθως για την άδεια διδασκαλίας και μάλιστα έδιναν εξετάσεις για την απόκτησή του στην Γ’ Λυκείου ή μετά το Λύκειο.
Τι ισχύει σήμερα;
Σήμερα, νήπια 2-4 ετών έρχονται σε επαφή με την γλώσσα στους παιδικούς σταθμούς, έχει ήδη ενταχθεί στο πρόγραμμα ορισμένων νηπιαγωγείων πιλοτικά και από την Α’ Δημοτικού υπάρχει επισήμως η Αγγλική γλώσσα στο ωρολόγιο πρόγραμμα των μαθητών μέχρι και το Λύκειο. Επικρατεί μια φρενίτιδα για την απόκτηση των πιστοποιητικών Β2 & C2 μέχρι την Γ’ Γυμνασίου το αργότερο, ώστε να αφοσιωθούν απερίσπαστα τα παιδιά στην προετοιμασία των Πανελληνίων εξετάσεων. Η Ελλάδα είναι η χώρα με τους νεότερους σε ηλικία κατόχους Lower & Proficiency, πιστοποιητικά που ελάχιστοι γνωρίζουν πως απευθύνονται σε μαθητές Λυκείου & ενήλικες αντίστοιχα.
Αυτοί που καθορίζουν το πως θα κινηθεί η «βιομηχανία» της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης είναι κυρίως οι γονείς, οι οποίοι προβληματίζονται για το ποια είναι η ιδανική ηλικία έναρξης της ξένης γλώσσας. Στην πλειοψηφία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ηλικία έναρξης της Αγγλικής γλώσσας είναι τα 5 έτη και θεωρείται εξίσου σημαντική με τα Μαθηματικά.
Τι λένε οι έρευνες και η επιστήμη;
Σαφής απάντηση δεν υπάρχει, ούτε ο χρυσός κανόνας για το ποια είναι η ιδανική ηλικία για να ξεκινήσει ένα παιδάκι να μαθαίνει Αγγλικά. Δεκάδες έρευνες έχουν δώσει πολλά και διαφορετικά αποτελέσματα. Κάποιες υποστηρίζουν πως όσο μικρότερο είναι ένα παιδί, τόσο πιο γρήγορα αφομοιώνει γνώσεις. Άλλοι θεωρούν πως είναι λάθος να δημιουργείς σύγχυση στα μυαλουδάκια των νηπίων, τα οποία δεν έχουν κατακτήσει ακόμη τα φωνήματα στην ομιλία και τα γραφήματα της μητρικής τους γλώσσας.
Μπορεί οι περισσότεροι να θεωρούμε πως το μυαλό των παιδιών είναι σαν σφουγγάρι και πως η απόκτηση γνώσης είναι ένα προνόμιο των πολύ μικρών ή νέων σε ηλικία, καλό θα ήταν όμως να λάβουμε υπόψη τη Νευροεπιστήμη, δηλαδή τα στάδια ανάπτυξης των εγκεφάλων των παιδιών και πότε είναι ικανά να απομνημονεύουν επαρκώς. Η μνήμη τους λοιπόν αρχίζει να λειτουργεί σταδιακά. Από τα 5 έως τα 7 χρόνια, ένα παιδί αντιλαμβάνεται ότι θυμάται κάποια πράγματα πιο εύκολα από κάποια άλλα, στο σχολείο ή στο παιχνίδι. Από την ηλικία των 7 και μετά, σταδιακά αρχίζει να αναπτύσσει τρόπους απομνημόνευσης όσων μαθαίνει.
Αυτό που δεν γνωρίζει η πλειοψηφία του κόσμου είναι, πως αν θα αναπτύξει αυτή την ικανότητα γρήγορα ένα παιδί ή όχι, εξαρτάται από την ποιότητα της φροντίδας, της αλληλεπίδρασης και των ερεθισμάτων που έχει λάβει από το οικογενειακό του περιβάλλον, από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Όσο περισσότερα τα ερεθίσματα, τόσο περισσότερες οι ευκαιρίες για μάθηση και τόσο πιο ισχυρές οι νευρικές συνάψεις που θα διαμορφώσουν και θα καθορίσουν την συναισθηματική, νοητική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού για όλη του τη ζωή.
Τι μου έχει διδάξει η πολύχρονη εμπειρία μου στην ξενόγλωσση εκπαίδευση;
Καταλαβαίνουμε λοιπόν, πως είναι τεράστιο λάθος να ακολουθούν όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από το περιβάλλον που έχουν εκτεθεί, το ίδιο μοντέλο εκμάθησης της ξένης γλώσσας. Η δική μου πολύχρονη εμπειρία στην ξενόγλωσση εκπαίδευση, μου έχει αποδείξει τα εξής:
- Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, μπορούν να «παπαγαλίσουν» τραγουδάκια, αρκετές λεξούλες ή απλές εκφράσεις στα Αγγλικά, ελάχιστες από τις οποίες συγκρατούν τελικά στην μνήμη τους για μεγάλο διάστημα.
- Όσο πιο μεγάλα ξεκινήσουν τα παιδιά τα Αγγλικά, στην Γ’ ή Δ’ Δημοτικού, τα αφομοιώνουν πιο εύκολα, εφόσον σ’ αυτή την ηλικία έχουν πλέον κατακτήσει επαρκώς την μητρική τους γλώσσα, άρα αφιερώνουν λιγότερα χρόνια στην τάξη και στο διάβασμα, και επίσης έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο για παιχνίδι, που θα έπρεπε να είναι προτεραιότητα για όλα τα παιδιά έως τα 9-10 έτη.
- Η ενασχόληση των παιδιών με το διαδίκτυο ελεγχόμενα, κατά τη γνώμη μου από 7-8 ετών και μετά, τα βοηθάει να μάθουν σταδιακά και αβίαστα την γλώσσα, σχεδόν σαν μητρική τους. Μου έχει συμβεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια να συναντώ μαθητές 8-9 ετών, οι οποίοι καταλαβαίνουν και μιλούν πολύ καλά Αγγλικά, χωρίς να έχουν κάνει ποτέ μάθημα Αγγλικών, πέρα από τις λίγες ώρες στο σχολείο, απλά και μόνο επειδή απασχολούνται στο διαδίκτυο. Επίσης, παιδιά που είχαν ελάχιστη επαφή με το διαδίκτυο, σημείωσαν ανέλπιστα μεγάλη πρόοδο στην κατανόηση κειμένου, στο λεξιλόγιο, στον γραπτό και στον προφορικό λόγο, επειδή άρχισαν κάποια στιγμή στα 10-11 χρόνια τους να χρησιμοποιούν καθημερινά το Internet.
Συμπέρασμα
Συμπερασματικά, θα συμβούλευα τους γονείς, να μην ακολουθούν την τρέχουσα μόδα στην ξενόγλωσση εκπαίδευση, ούτε τις επιλογές γνωστών ή φίλων χωρίς κρίση. Ιδανικά θα πρέπει να αναγνωρίζουν πόσο μοναδικά είναι τα παιδιά τους, να εμπιστεύονται έμπειρους, ενημερωμένους και αξιόπιστους καθηγητές και να παίρνουν τις ανάλογες αποφάσεις για την εκπαίδευσή τους.
Ας μην ξεχνάμε εμείς οι ενήλικες πως τα παιδιά μας, έχουν εναποθέσει τα όνειρα και το μέλλον τους στα δικά μας χέρια. Ας μην τα απογοητεύσουμε.